- εἰδωλόμορφος
- εἰδωλό-μορφος, ον,A formed after an image, Gp.10.9.1.2 like a phantom, of comets, Sch. Ptol.Tetr.75.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰδωλόμορφον — εἰδωλόμορφος formed after an image masc/fem acc sg εἰδωλόμορφος formed after an image neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλομόρφους — εἰδωλόμορφος formed after an image masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek